μυρμηκιώ

μυρμηκιώ
(Α μυρμηκιῶ, -άω)
πάσχω από τη δερματική πάθηση μυρμηκία, αισθάνομαι μυρμηκίαση, μυρμηγκιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρκηκία «δερματική πάθηση» + κατάλ. -ιάω, δηλωτική πάθησης (πρβλ. λαρυγγ-ιάω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυρμηκιώ — μυρμηκίασα, αισθάνομαι φαγούρα, κνησμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυλιώ — μυλιῶ, άω (Α) (μόνο στην επ. μτχ. μυλιόωντες) τρίζω τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», Ησίοδ. β. «Ἡσίοδος, τὰ χείλη κινοῡντες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. Κράτης δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκίαση — η (ΑΜ μυρμηκίασις) [μυρμηκιώ] νεοελλ. ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή τού σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσων β) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • μυσιώ — μυσιῶ, άω (Α) (για λαίμαργο) αγκομαχώ από την πολυφαγία, είμαι χορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + κατάλ. ιάω δηλωτική ασθένειας (πρβλ. μυρμηκιώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”